- λαινυφής
- λᾱῐνῠφής, ές,A woven of stone,
λ. ὅδε τύμβος Mon.Ant.23.85
(near Adalia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λ. ὅδε τύμβος Mon.Ant.23.85
(near Adalia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαϊνυφής — λαϊνυφής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος + υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτο υφής, λευκο υφής] … Dictionary of Greek